προσογκέω: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
(6_5) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσογκέω''': αὐξάνομαι κατὰ τὸν ὄγκον ἢ τὸ βάρος, Ἀριστ. Προβλ. 34. 11. | |lstext='''προσογκέω''': αὐξάνομαι κατὰ τὸν ὄγκον ἢ τὸ βάρος, Ἀριστ. Προβλ. 34. 11. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσογκέω:''' v. l. Arst. [[προογκέω]] надуваться, разбухать ([[καθάπερ]] αἱ φῦσαι Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:04, 1 January 2019
English (LSJ)
A gain in bulk, Arist.Pr.964b4.
German (Pape)
[Seite 773] an Umfang oder Gewicht zunehmen, Arist. probl. 34, 11.
Greek (Liddell-Scott)
προσογκέω: αὐξάνομαι κατὰ τὸν ὄγκον ἢ τὸ βάρος, Ἀριστ. Προβλ. 34. 11.
Russian (Dvoretsky)
προσογκέω: v. l. Arst. προογκέω надуваться, разбухать (καθάπερ αἱ φῦσαι Arst.).