πρόσκωπος: Difference between revisions
From LSJ
ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρόσκωπος:''' -ον ([[κώπη]]), [[ερέτης]], [[κωπηλάτης]], σε Θουκ. | |lsmtext='''πρόσκωπος:''' -ον ([[κώπη]]), [[ερέτης]], [[κωπηλάτης]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρόσκωπος:''' ὁ гребец Thuc., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A at the oar, rower, Th.1.10, Luc.Cat.19.
German (Pape)
[Seite 771] am, beim Ruder, rudernd; Thuc. 1, 10; Luc. Char. 1.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσκωπος: -ον, ὁ πρὸς τῇ κώπῃ ὤν, ἐρέτης, κωπηλάτης, Θουκ. 1. 10, Λουκ. Κατάπλ. ἢ Τύρανν. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
penché sur les rames.
Étymologie: πρός, κώπη.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που βρίσκεται κοντά στο κουπί, ο κωπηλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -κωπος (< κώπη), πρβλ. πρό-κωπος].
Greek Monotonic
πρόσκωπος: -ον (κώπη), ερέτης, κωπηλάτης, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
πρόσκωπος: ὁ гребец Thuc., Luc.