πυραμητός: Difference between revisions
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
(35) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> η [[εποχή]] του θερισμού του σίτου<br /><b>2.</b> ο [[θερισμός]] του σίτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυρός]] «[[σίτος]]» <span style="color: red;">+</span> <i>ἀμητός</i>/ [[ἄμητος]] «ο [[καιρός]] του θερισμού» (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀμῶ</i> «[[θερίζω]]»)]. | |mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> η [[εποχή]] του θερισμού του σίτου<br /><b>2.</b> ο [[θερισμός]] του σίτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυρός]] «[[σίτος]]» <span style="color: red;">+</span> <i>ἀμητός</i>/ [[ἄμητος]] «ο [[καιρός]] του θερισμού» (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀμῶ</i> «[[θερίζω]]»)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πῡρᾱμητός:''' ὁ уборка пшеницы Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ, (πυρός, ἀμητός)
A the time of the wheat-harvest, Arist. HA571a26, Thphr.HP7.6.2,9.9.2, Damocr. ap. Gal.14.94.
German (Pape)
[Seite 820] ὁ, die Weizenernte u. die Zeit derselben; Arist. H. A. 6, 17; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
πῡρᾱμητός: ὁ, (πυρὸς) = πυροῦ ἀμητός, σίτου θερισμός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6, 17, 15, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 6, 2. ΙΙ. ὁ καιρὸς τοῦ θερισμοῦ τοῦ σίτου, τῷ πυραμητῷ σκίλλαν εὐμεγέθη λαβὼν… ἔμβαλ’ αὐτὴν κτλ. Δημοκράτης παρὰ Γαλην. 14. 94, 19.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. η εποχή του θερισμού του σίτου
2. ο θερισμός του σίτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + ἀμητός/ ἄμητος «ο καιρός του θερισμού» (< ἀμῶ «θερίζω»)].
Russian (Dvoretsky)
πῡρᾱμητός: ὁ уборка пшеницы Arst.