πυρίβιος: Difference between revisions

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
(35)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πυρόβιος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ζει [[μέσα]] στη [[φωτιά]] ή [[κοντά]] στη [[φωτιά]] («πυρίβια ζῷα», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «πυρίβια, τὰ εἰς τὸ πῡρ πίπτοντα ζῳΰφια».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>-/ <i>πυρο</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[βίος]] (<b>πρβλ.</b> <i>νυκτί</i>-[[βίος]], <i>ορεσί</i>-<i>βιος</i>)].
|mltxt=και [[πυρόβιος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ζει [[μέσα]] στη [[φωτιά]] ή [[κοντά]] στη [[φωτιά]] («πυρίβια ζῷα», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «πυρίβια, τὰ εἰς τὸ πῡρ πίπτοντα ζῳΰφια».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>-/ <i>πυρο</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[βίος]] (<b>πρβλ.</b> <i>νυκτί</i>-[[βίος]], <i>ορεσί</i>-<i>βιος</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''πῠρίβιος:''' (ρῐ) живущий в огне (ζῷα Diog. L.).
}}
}}

Revision as of 03:14, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρῐβῐος Medium diacritics: πυρίβιος Low diacritics: πυρίβιος Capitals: ΠΥΡΙΒΙΟΣ
Transliteration A: pyríbios Transliteration B: pyribios Transliteration C: pyrivios Beta Code: puri/bios

English (LSJ)

ον,

   A living in fire, ζῷα D.L.9.79.

German (Pape)

[Seite 822] im Feuer lebend, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίβιος: [ῐ], -ον, ὁ ἐν πυρὶ βιῶν, ζῷα Διογ. Λ. 9. 79· ἐν Γλωσσ. πυρόβ-. - Κατὰ Σουΐδ.: «πυρίβια, τὰ εἰς τὸ πῦρ πίπτοντα ζῳύφια».

Greek Monolingual

και πυρόβιος, -ον, Α
1. αυτός που ζει μέσα στη φωτιά ή κοντά στη φωτιά («πυρίβια ζῷα», Διογ. Λαέρ.)
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «πυρίβια, τὰ εἰς τὸ πῡρ πίπτοντα ζῳΰφια».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι-/ πυρο- (βλ. λ. πυρ) + βίος (πρβλ. νυκτί-βίος, ορεσί-βιος)].

Russian (Dvoretsky)

πῠρίβιος: (ρῐ) живущий в огне (ζῷα Diog. L.).