σαρκοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
(36)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />όμοιος με [[σάρκα]], [[σαρκώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το σαρκοειδές</i><br /><b>ιατρ.</b> η δερματική παθολογοανατομική [[βλάβη]] της σαρκοείδωσης, που εκδηλώνεται, [[συνήθως]], υπό [[μορφή]] οζιδίων (α. «δερματικά σαρκοειδή» β. «υποδόρια σαρκοειδή τών Νταριέ-Ρουσύ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />όμοιος με [[σάρκα]], [[σαρκώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το σαρκοειδές</i><br /><b>ιατρ.</b> η δερματική παθολογοανατομική [[βλάβη]] της σαρκοείδωσης, που εκδηλώνεται, [[συνήθως]], υπό [[μορφή]] οζιδίων (α. «δερματικά σαρκοειδή» β. «υποδόρια σαρκοειδή τών Νταριέ-Ρουσύ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''σαρκοειδής:''' <b class="num">1)</b> плотский, телесный (φυσις Plat., Arst.);<br /><b class="num">2)</b> мясистый (κυήματα Plut.).
}}
}}

Revision as of 03:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκοειδής Medium diacritics: σαρκοειδής Low diacritics: σαρκοειδής Capitals: ΣΑΡΚΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: sarkoeidḗs Transliteration B: sarkoeidēs Transliteration C: sarkoeidis Beta Code: sarkoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A flesh-like, fleshy, φύσις Pl.Ti.76a; σ. ὢν τὴν φύσιν Arist.HA495b22: Comp., -ειδέστερα νεῦρα Hp.Loc.Hom.4, cf. Aret.SA2.6: cf. σαρκώδης.

German (Pape)

[Seite 863] ές, fleischartig, fleischig, Arist. H. A. 1, 16 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς σάρκα, σαρκώδης, κρεατώδης, φύσις Πλάτ. Τίμ. 75Ε· σ. ὢν τὴν φύσιν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 16· Συγκρ. -ειδεστέρη Ἱππ.· πρβλ. σαρκώδης.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
όμοιος με σάρκα, σαρκώδης
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το σαρκοειδές
ιατρ. η δερματική παθολογοανατομική βλάβη της σαρκοείδωσης, που εκδηλώνεται, συνήθως, υπό μορφή οζιδίων (α. «δερματικά σαρκοειδή» β. «υποδόρια σαρκοειδή τών Νταριέ-Ρουσύ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -ειδής].

Russian (Dvoretsky)

σαρκοειδής: 1) плотский, телесный (φυσις Plat., Arst.);
2) мясистый (κυήματα Plut.).