σιδηρονόμος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῐδηρονόμος:''' -ον ([[νέμω]]), αυτός που διαμερίζει, που διαμοιράζει με το [[σίδερο]], δηλ. με το [[σπαθί]], με το [[ξίφος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''σῐδηρονόμος:''' -ον ([[νέμω]]), αυτός που διαμερίζει, που διαμοιράζει με το [[σίδερο]], δηλ. με το [[σπαθί]], με το [[ξίφος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''σῐδηρονόμος:''' дор. σῐδᾱρονόμος 2 производящий раздел силою железа, т. е. меча ([[χείρ]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 03:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρονόμος Medium diacritics: σιδηρονόμος Low diacritics: σιδηρονόμος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: sidēronómos Transliteration B: sidēronomos Transliteration C: sidironomos Beta Code: sidhrono/mos

English (LSJ)

ον, (νέμω)

   A distributing with iron, i.e. with the sword, χείρ A.Th.788 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 879] mit dem Eisen oder Schwerte theilend, χείρ, Aesch. Spt. 770.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρονόμος: -ον, (νέμω) ὁ διὰ τοῦ σιδήρου διανέμων, δηλ. διὰ τοῦ ξίφους, χεὶρ Αἰσχύλ. Θήβ. 788.

Greek Monolingual

-όνομον, Α
αυτός που διαιρεί με τον σίδηρο, δηλαδή με το ξίφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -νόμος].

Greek Monotonic

σῐδηρονόμος: -ον (νέμω), αυτός που διαμερίζει, που διαμοιράζει με το σίδερο, δηλ. με το σπαθί, με το ξίφος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηρονόμος: дор. σῐδᾱρονόμος 2 производящий раздел силою железа, т. е. меча (χείρ Aesch.).