σκιρός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(37)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ά, -όν, Α [[σκῑρος]]<br /><b>1.</b> (για βαμμένο σίδηρο) [[σκληρός]]<br /><b>2.</b> (για νόσο) [[καρκινοειδής]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για άνθρωπο ή θεό) [[σκληρός]], [[ανήλεος]].
|mltxt=-ά, -όν, Α [[σκῑρος]]<br /><b>1.</b> (για βαμμένο σίδηρο) [[σκληρός]]<br /><b>2.</b> (για νόσο) [[καρκινοειδής]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για άνθρωπο ή θεό) [[σκληρός]], [[ανήλεος]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκιρός:''' досл. твердый, жесткий, перен. неумолимый (θεοί Plut.).
}}
}}

Revision as of 03:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῑρός Medium diacritics: σκιρός Low diacritics: σκιρός Capitals: ΣΚΙΡΟΣ
Transliteration A: skirós Transliteration B: skiros Transliteration C: skiros Beta Code: skiro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A hard, of tempered iron, Sch.S.Aj.651; cancerous, νοσήματα Them.Or.8.110c: metaph., σκιροὺς θεούς (v.l. for σκληροὺς) Plu.2.421d (ap. Eus.PE5.5, σκιρροὺς ap. Theodoret.); σ. γέροντες dub. cj. for σκληροὶ in Longus 2.14.

German (Pape)

[Seite 900] statt σκιῤῥός, zw.

Greek (Liddell-Scott)

σκιρός: ἢ σκιρρός (ἴδε σκῖρος ἐν τέλει), ά, όν, σκληρός, νοσήματα Θεμίστ. 110C· μεταφορ. σκιρροί θεοὶ (διάφορ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ σκληροὶ) Πλούτ. 2. 421 Ε, παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 1881)· γέροντες Schäf. εἰς Λόγγ. σ. 364.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
dur, endurci.
Étymologie: σκῖρος.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α σκῑρος
1. (για βαμμένο σίδηρο) σκληρός
2. (για νόσο) καρκινοειδής
3. μτφ. (για άνθρωπο ή θεό) σκληρός, ανήλεος.

Russian (Dvoretsky)

σκιρός: досл. твердый, жесткий, перен. неумолимый (θεοί Plut.).