σοφισματώδης: Difference between revisions

From LSJ
(38)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[σόφισμα]], -<i>ίσματος</i>]<br />(για συλλογισμό) αυτός που έχει [[πολλά]] σοφίσματα, [[γεμάτος]] με σοφίσματα.
|mltxt=-ῶδες, Α [[σόφισμα]], -<i>ίσματος</i>]<br />(για συλλογισμό) αυτός που έχει [[πολλά]] σοφίσματα, [[γεμάτος]] με σοφίσματα.
}}
{{elru
|elrutext='''σοφισμᾰτώδης:''' похожий на софизм, софистический (τὰ ἐπιχειρήματα Arst.).
}}
}}

Revision as of 03:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σοφισμᾰτώδης Medium diacritics: σοφισματώδης Low diacritics: σοφισματώδης Capitals: ΣΟΦΙΣΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: sophismatṓdēs Transliteration B: sophismatōdēs Transliteration C: sofismatodis Beta Code: sofismatw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A sophistical, Arist.Top.158a35, Procl.in Prm.p.954 S.

German (Pape)

[Seite 914] ες, einem σόφισμα ähnlich, Arist. top. 8, 3 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σοφισμᾰτώδης: -ες, σοφιστικός, πλήρης σοφισμάτων, Ἀριστ. Τοπ. 8. 3, 1.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σόφισμα, -ίσματος]
(για συλλογισμό) αυτός που έχει πολλά σοφίσματα, γεμάτος με σοφίσματα.

Russian (Dvoretsky)

σοφισμᾰτώδης: похожий на софизм, софистический (τὰ ἐπιχειρήματα Arst.).