στημορραγέω: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στημορρᾰγέω:''' αμτβ., σχίζομαι σε κομμάτια, σε ράκη, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''στημορρᾰγέω:''' αμτβ., σχίζομαι σε κομμάτια, σε ράκη, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στημορρᾰγέω:''' разрываться по основе, т. е. по ниточкам: λακίδες στημορραγοῦσι ἐσθημάτων Aesch. лохмотья одежд рвутся по ниткам. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:48, 1 January 2019
English (LSJ)
(ῥήγνυμι) intr.,
A to be torn to shreds, λακίδες σ. ἐσθημάτων A.Pers.836.
Greek (Liddell-Scott)
στημορρᾰγέω: (√ΡΑΓ, ῥήγνυμι) ἀμεταβ., σχίζομαι εἰς τεμάχια, εἰς ῥάκη, στ. λακίδες ἐσθημάτων Αἰσχύλ. Πέρσ. 836.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se rompre, éclater en parl. de la trame d’une étoffe.
Étymologie: στήμων, ῥήγνυμι.
Greek Monotonic
στημορρᾰγέω: αμτβ., σχίζομαι σε κομμάτια, σε ράκη, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
στημορρᾰγέω: разрываться по основе, т. е. по ниточкам: λακίδες στημορραγοῦσι ἐσθημάτων Aesch. лохмотья одежд рвутся по ниткам.