στηλουργός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)

Source
(38)
(4)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όν, Α<br /><b>βλ.</b> [[σταλουργός]].
|mltxt=-όν, Α<br /><b>βλ.</b> [[σταλουργός]].
}}
{{elru
|elrutext='''στηλουργός:''' дор. [[σταλουργός|στᾱλουργός]] 2 увенчанный надгробным столбом ([[τύμβος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 03:52, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 941] s. σταλουργός.

Greek (Liddell-Scott)

στηλουργός: ἴδε σταλουργός.

Greek Monolingual

-όν, Α
βλ. σταλουργός.

Russian (Dvoretsky)

στηλουργός: дор. στᾱλουργός 2 увенчанный надгробным столбом (τύμβος Anth.).