στρεφεδινέω: Difference between revisions
δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στρεφεδῑνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, περιδινίζω ή [[περιστρέφω]] [[κάτι]] — Παθ., [[ὄσσε]] οἱ στρεφεδίνηθεν (αντί <i>-νήθησαν</i>), τα μάτια του περιστρέφονταν [[ολόγυρα]], λέγεται για άνθρωπο που έχει ζαλιστεί από [[χτύπημα]] στον αυχένα, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''στρεφεδῑνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, περιδινίζω ή [[περιστρέφω]] [[κάτι]] — Παθ., [[ὄσσε]] οἱ στρεφεδίνηθεν (αντί <i>-νήθησαν</i>), τα μάτια του περιστρέφονταν [[ολόγυρα]], λέγεται για άνθρωπο που έχει ζαλιστεί από [[χτύπημα]] στον αυχένα, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στρεφεδῑνέω:''' кружить, вращать: στρεφεδίνηθεν (aor. pass. = ἐστρεφεδινήθησαν) οἱ [[ὄσσε]] Hom. закружилось у него в глазах. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:52, 1 January 2019
English (LSJ)
A spin, whirl round:—Pass., spin round and round, στρεφεδίνηθεν δέ οἱ ὄσσε, of one stunned by a blow, Il.16.792. II intr. in Act., spin, whirl round, Q.S.13.7. Cf. στροφοδινέομαι.
German (Pape)
[Seite 953] im Wirbel drehen od. wenden, u. pass. sich im Wirbel drehen, kreisen, ὄσσε οἱ στρεφεδίνηθεν, für ἐστρεφεδινήθησαν, die Augen wurden ihm schwindlig, Il. 16, 792. – Auch intrans., sich im Wirbel, int Kreise drehen, Qu. Sm. 13, 7.
Greek (Liddell-Scott)
στρεφεδῑνέω: περιστρέφω τι, περιδινῶ. -Παθ., περιστρέφω ὁλόγυρα, ὄσσε οἱ στρεφεδίνηθεν (ἀντὶ -νήθησαν), περιεστρέφοντο ὁλόγυρα, ἐπὶ ἀνθρώπου ζαλισθέντος ἐκ κτυπήματος ἐπὶ τοῦ αὐχένος, Ἰλ. Π. 792. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., περιδινῶ, στρηφογυρίζω, κλώθω, Κόϊντ. Σμ. 13. 6. -Πρβλ. στροφοδινέομαι.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire tourner ; Pass. (3ᵉ pl. ao. épq. στρεφεδίνηθεν) tournoyer.
Étymologie: στρέφω, δινέω.
Greek Monotonic
στρεφεδῑνέω: μέλ. -ήσω, περιδινίζω ή περιστρέφω κάτι — Παθ., ὄσσε οἱ στρεφεδίνηθεν (αντί -νήθησαν), τα μάτια του περιστρέφονταν ολόγυρα, λέγεται για άνθρωπο που έχει ζαλιστεί από χτύπημα στον αυχένα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
στρεφεδῑνέω: кружить, вращать: στρεφεδίνηθεν (aor. pass. = ἐστρεφεδινήθησαν) οἱ ὄσσε Hom. закружилось у него в глазах.