στυπεῖον: Difference between revisions

From LSJ

ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head

Source
(Bailly1_4)
(4)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />v. [[στυππεῖον]].
|btext=ου (τό) :<br />v. [[στυππεῖον]].
}}
{{elru
|elrutext='''στυπεῖον:''' τό = [[στυππεῖον]].
}}
}}

Revision as of 03:52, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 959] τό, auch στυππεῖον, wie στύπη, Werg, grober Hanf, u. ein Strick davon, Her. 8, 52; Schol. Ar. Equ. 129 erkl. τὰ στυππεῖα, καννάβινα, λινᾶ; Xen. Cyr. 7, 5, 23 πίτταν καὶ στυππεῖον, ἃ ταχὺ παρακαλεῖ πολλὴν φλόγα; vgl. Pol. 1, 45, 12; Luc. asin. 31; τὰ στυππεῖα, Wergbündel, Plut. Cic. 18. Bei B. A. 302 heißt es ἀφ' οὗ οἱ λινοῖ χιτῶνες γίγνονται. S. auch στύππιον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
v. στυππεῖον.

Russian (Dvoretsky)

στυπεῖον: τό = στυππεῖον.