στενόω: Difference between revisions
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στενόω:''' Ιων. [[στεινόω]], κάνω [[κάτι]] στενό, [[στενεύω]], [[περιορίζω]], [[συμμαζεύω]]· στην Παθ., σε Ανθ. | |lsmtext='''στενόω:''' Ιων. [[στεινόω]], κάνω [[κάτι]] στενό, [[στενεύω]], [[περιορίζω]], [[συμμαζεύω]]· στην Παθ., σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στενόω:''' ион. [[στεινόω]] стеснять, суживать: στενούμενός τινι Anth. стесненный чем-л. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:56, 1 January 2019
English (LSJ)
Ion. στεινόω,
A straiten, confine, contract, αὐτήν (the trachea) Gal.18(2).949; τὴν γαστέρα Lib.Decl.31.20; = angusto, Dosith.p.435K.:—mostly in Pass., ἐς στενώτερον ἐστενωμέναι (prob. f.l. for συνηγμέναι) Hp.VM22; ὄρη τὰς διεξόδους ἐστένωται have their outlets narrow, Hdn.8.1.6; στεινούμενον αὐλαῖς . . ἄλσος, sc. by comparison, AP9.656.13; cf. στεγνόω 11.2: metaph., to be in difficulty, τοῖς στιχουργήμασι Sch.Lyc.324.
German (Pape)
[Seite 936] ion. στεινόω, verengen, eng machen, Liban.
Greek (Liddell-Scott)
στενόω: Ἰωνικ. στεινόω, στενὸν ποιῶ, περιορίζω, συστέλλω, στενώτερον Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17· τὰς διεξόδους ἐστένωται, ἔχει στενὰς ἐξόδους, Ἡρῳδ. 8. 1· στεινούμενον αὐλαῖς .. ἄλσος Ἀνθ. Π. 9. 656, 13· - μεταφορ., εὑρίσκομαι ἐν δυσκολίᾳ ἢ δυσχερείᾳ, Βυζ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
resserrer, rétrécir.
Étymologie: στενός.
Greek Monotonic
στενόω: Ιων. στεινόω, κάνω κάτι στενό, στενεύω, περιορίζω, συμμαζεύω· στην Παθ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
στενόω: ион. στεινόω стеснять, суживать: στενούμενός τινι Anth. стесненный чем-л.