συγκαταπολεμέω: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(6_23)
(4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκαταπολεμέω''': καταπολεμῶ [[ὁμοῦ]], τοὺς Ἀθηναίους Διόδ. 16. 22· τινὶ τὴν Ἀσίαν ὁ αὐτ. 19. 15, πρβλ. Στράβ. 624.
|lstext='''συγκαταπολεμέω''': καταπολεμῶ [[ὁμοῦ]], τοὺς Ἀθηναίους Διόδ. 16. 22· τινὶ τὴν Ἀσίαν ὁ αὐτ. 19. 15, πρβλ. Στράβ. 624.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκαταπολεμέω:''' <b class="num">1)</b> совместно побеждать (τοὺς Ἀθηναίους Diod.);<br /><b class="num">2)</b> помогать завоевать (Ἀλεξάνδρῳ τὴν Ἀσίαν Diod.).
}}
}}

Revision as of 03:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταπολεμέω Medium diacritics: συγκαταπολεμέω Low diacritics: συγκαταπολεμέω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΠΟΛΕΜΕΩ
Transliteration A: synkatapoleméō Transliteration B: synkatapolemeō Transliteration C: sygkatapolemeo Beta Code: sugkatapoleme/w

English (LSJ)

   A join in subduing, τοὺς Ἀθηναίους D.S.16.22; Ἀλεξάνδρῳ τὴν Ἀσίαν Id.19.15, cf. Str.13.4.2, J.AJ13.5.11.

German (Pape)

[Seite 965] mit oder zugleich bekriegen, überwinden, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταπολεμέω: καταπολεμῶ ὁμοῦ, τοὺς Ἀθηναίους Διόδ. 16. 22· τινὶ τὴν Ἀσίαν ὁ αὐτ. 19. 15, πρβλ. Στράβ. 624.

Russian (Dvoretsky)

συγκαταπολεμέω: 1) совместно побеждать (τοὺς Ἀθηναίους Diod.);
2) помогать завоевать (Ἀλεξάνδρῳ τὴν Ἀσίαν Diod.).