συγκατατρέχω: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
(39)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[τρέχω]] από κοινού [[προς]] το ίδιο [[μέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατατρέχω]] «[[τρέχω]] [[προς]] τα [[κάτω]]»].
|mltxt=Α<br />[[τρέχω]] από κοινού [[προς]] το ίδιο [[μέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατατρέχω]] «[[τρέχω]] [[προς]] τα [[κάτω]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''συγκατατρέχω:''' сбегаться вместе, встречаться [[Leucippus]] ap. Diog. L.
}}
}}

Revision as of 04:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατατρέχω Medium diacritics: συγκατατρέχω Low diacritics: συγκατατρέχω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΤΡΕΧΩ
Transliteration A: synkatatréchō Transliteration B: synkatatrechō Transliteration C: sygkatatrecho Beta Code: sugkatatre/xw

English (LSJ)

   A to be in motion together with, ἀλλήλοις Leucipp. ap. D.L.9.31.

German (Pape)

[Seite 966] (s. τρέχω), zusammenlaufen, Leucipp. bei D. L. 9, 31.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατατρέχω: τρέχω ὁμοῦ πρὸς τὸ αὐτὸ μέρος, συμπίπτω, συνενοῦμαι, ἄλληλα Λεύκιππος παρὰ Διογ. Λ. 9. 31.

Greek Monolingual

Α
τρέχω από κοινού προς το ίδιο μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατατρέχω «τρέχω προς τα κάτω»].

Greek Monolingual

Α
τρέχω από κοινού προς το ίδιο μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατατρέχω «τρέχω προς τα κάτω»].

Russian (Dvoretsky)

συγκατατρέχω: сбегаться вместе, встречаться Leucippus ap. Diog. L.