συγκατατρέχω: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
(39) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />[[τρέχω]] από κοινού [[προς]] το ίδιο [[μέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατατρέχω]] «[[τρέχω]] [[προς]] τα [[κάτω]]»]. | |mltxt=Α<br />[[τρέχω]] από κοινού [[προς]] το ίδιο [[μέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατατρέχω]] «[[τρέχω]] [[προς]] τα [[κάτω]]»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκατατρέχω:''' сбегаться вместе, встречаться [[Leucippus]] ap. Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:04, 1 January 2019
English (LSJ)
A to be in motion together with, ἀλλήλοις Leucipp. ap. D.L.9.31.
German (Pape)
[Seite 966] (s. τρέχω), zusammenlaufen, Leucipp. bei D. L. 9, 31.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατατρέχω: τρέχω ὁμοῦ πρὸς τὸ αὐτὸ μέρος, συμπίπτω, συνενοῦμαι, ἄλληλα Λεύκιππος παρὰ Διογ. Λ. 9. 31.
Greek Monolingual
Α
τρέχω από κοινού προς το ίδιο μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατατρέχω «τρέχω προς τα κάτω»].
Greek Monolingual
Α
τρέχω από κοινού προς το ίδιο μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατατρέχω «τρέχω προς τα κάτω»].
Russian (Dvoretsky)
συγκατατρέχω: сбегаться вместе, встречаться Leucippus ap. Diog. L.