συζώννυμι: Difference between revisions

From LSJ

ξύλον ἀγκύλον οὐδέποτ' ὀρθόν → a bent board is never straight

Source
(39)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ζώνω]] [[μαζί]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συζώννυμαι</i><br />α) ζώνομαι<br />β) ζώνομαι την [[πανοπλία]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ζώννυμι]] «[[ζώνω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ζώνω]] [[μαζί]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συζώννυμαι</i><br />α) ζώνομαι<br />β) ζώνομαι την [[πανοπλία]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ζώννυμι]] «[[ζώνω]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''συζώννῡμι:''' опоясывать, подпоясывать Arph.; med. συζώννυσθαι Arph. подпоясываться.
}}
}}

Revision as of 04:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συζώννῡμι Medium diacritics: συζώννυμι Low diacritics: συζώννυμι Capitals: ΣΥΖΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: syzṓnnymi Transliteration B: syzōnnymi Transliteration C: syzonnymi Beta Code: suzw/nnumi

English (LSJ)

   A gird together, gird up, [κροκωτόν] Ar.Th.255:—Med., gird up one's loins, ib.656 (anap.), Lys.536 (lyr.).    2 Med. also, gird on one's armour, LXX 1 Ma.3.3.

German (Pape)

[Seite 972] (s. ζώννυμι), zusammengürten, verbinden, Ar. Th. 255; med., συζώσασθαι, sich gürten, 656.

Greek (Liddell-Scott)

συζώννῡμι: μέλλ. -ζώσω, ζώνω ὁμοῦ, ζώνω, τι Ἀριστοφ. Θεσμ. 255· ― Μέσ., περιζωννύω ἐμαυτόν, «ζώνομαι», αὐτόθι 656, Λυσιστρ. 536. 2) ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ὡσαύτως, περιζώννυμαι τὴν πανοπλίαν μου, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Γ΄, 3).

Greek Monolingual

Α
1. ζώνω μαζί
2. μέσ. συζώννυμαι
α) ζώνομαι
β) ζώνομαι την πανοπλία μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ζώννυμι «ζώνω»].

Greek Monolingual

Α
1. ζώνω μαζί
2. μέσ. συζώννυμαι
α) ζώνομαι
β) ζώνομαι την πανοπλία μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ζώννυμι «ζώνω»].

Russian (Dvoretsky)

συζώννῡμι: опоясывать, подпоясывать Arph.; med. συζώννυσθαι Arph. подпоясываться.