συγκολλητής: Difference between revisions
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγκολλητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που συγκολλά, που συνδέει, [[κατασκευαστής]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''συγκολλητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που συγκολλά, που συνδέει, [[κατασκευαστής]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκολλητής:''' οῦ ὁ собиратель, составитель, сочинитель (ψευδῶν Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:12, 1 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who glues together, fabricator, ψευδῶν Ar.Nu.446 (anap.).
German (Pape)
[Seite 969] ὁ, der Zusammenleimende, Zusammensetzende, ψευδῶν Ar. Nubb. 445.
Greek (Liddell-Scott)
συγκολλητής: -οῦ, ὁ, ὁ συγκολλῶν, συγκατασκευάζων, ἐπινοῶν, ψευδῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 446.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
celui qui colle ensemble, qui assemble.
Étymologie: συγκολλάω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ συγκολλῶ
νεοελλ.
μεταλλοτεχνίτης ειδικευμένος στις συγκολλήσεις
αρχ.
μτφ. επινοητής («ψευδῶν ξυγκολλητής, εὐρησιεπής, περίτριμμα δικῶν», Αριστοφ.).
Greek Monolingual
ο, ΝΑ συγκολλῶ
νεοελλ.
μεταλλοτεχνίτης ειδικευμένος στις συγκολλήσεις
αρχ.
μτφ. επινοητής («ψευδῶν ξυγκολλητής, εὐρησιεπής, περίτριμμα δικῶν», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
συγκολλητής: -οῦ, ὁ, αυτός που συγκολλά, που συνδέει, κατασκευαστής, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
συγκολλητής: οῦ ὁ собиратель, составитель, сочинитель (ψευδῶν Arph.).