συγκίνησις: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(6_3) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκίνησις''': [ῑ], ἡ, [[σύγχρονος]] [[κίνησις]], [[συγκίνησις]], [[συμπάθεια]], τοῦ θερμοῦ Ἀριστ. Προβλ. 26. 48. 1· τῆς ψυχῆς Λογγῖν. 20. | |lstext='''συγκίνησις''': [ῑ], ἡ, [[σύγχρονος]] [[κίνησις]], [[συγκίνησις]], [[συμπάθεια]], τοῦ θερμοῦ Ἀριστ. Προβλ. 26. 48. 1· τῆς ψυχῆς Λογγῖν. 20. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκίνησις:''' εως ἡ общее движение (τοῦ θερμοῦ Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:16, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A commotion, τοῦ θερμοῦ Arist.Pr.945b9; πάθος ψυχῆς σ. ἐστίν Longin.20.2; περὶ τὰ μόρια Sor.1.31, cf. Apollon. ap. Orib.7.19.5. 2 movement in the same direction, opp. ἀντικίνησις, Corp.Herm.2.6.
German (Pape)
[Seite 967] ἡ, Mitbewegung, übertr., Rührung, Sp., wie Longin. 20, 2.
Greek (Liddell-Scott)
συγκίνησις: [ῑ], ἡ, σύγχρονος κίνησις, συγκίνησις, συμπάθεια, τοῦ θερμοῦ Ἀριστ. Προβλ. 26. 48. 1· τῆς ψυχῆς Λογγῖν. 20.
Russian (Dvoretsky)
συγκίνησις: εως ἡ общее движение (τοῦ θερμοῦ Arst.).