συνοδοιπορέω: Difference between revisions
From LSJ
(nl) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συνοδοιπορέω [συνοδοιπόρος] samen de weg afleggen. | |elnltext=συνοδοιπορέω [συνοδοιπόρος] samen de weg afleggen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνοδοιπορέω:''' вместе путешествовать (τινι Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:16, 1 January 2019
English (LSJ)
A travel together, τινι with one, Nic.Dam.Fr.66.19 J., Luc.Herm.13, PGiss.27.4 (ii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
συνοδοιπορέω: ὁδοιπορῶ ὁμοῦ, τινί, μετά τινος, Λουκ. Ἑρμότ. 13· ― συνοδοιπορία, ἡ, τὸ ὁμοῦ ὁδοιπορεῖν, Βάβρ. 110· ― συνοδοιπόρος, ὁ, ὁ ὁμοῦ ὁδοιπορῶν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 12, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 7.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire route avec.
Étymologie: συνοδοιπόρος.
Greek Monotonic
συνοδοιπορέω: μέλ. -ήσω, ταξιδεύω, οδοιπορώ μαζί, συνταξιδεύω, τινί, με κάποιον σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνοδοιπορέω [συνοδοιπόρος] samen de weg afleggen.
Russian (Dvoretsky)
συνοδοιπορέω: вместе путешествовать (τινι Luc.).