συνοικήτωρ: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνοικήτωρ:''' -ορος, ὁ, [[συγκάτοικος]], [[σύνοικος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''συνοικήτωρ:''' -ορος, ὁ, [[συγκάτοικος]], [[σύνοικος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνοικήτωρ:''' ορος живущий вместе (τινί Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:20, 1 January 2019
English (LSJ)
ορος, ὁ, = foreg.,
A ξ. ἐμοί A.Eu.833.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
qui habite ou vit avec.
Étymologie: συνοικέω.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ξυνοικήτωρ, -ορος, ὁ, Α
συγκάτοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνοικῶ «συγκατοικώ» + επίθημα -τωρ (πρβλ. κοσμή-τωρ)].
Greek Monotonic
συνοικήτωρ: -ορος, ὁ, συγκάτοικος, σύνοικος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
συνοικήτωρ: ορος живущий вместе (τινί Aesch.).