συσσεύω: Difference between revisions

From LSJ

Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab

Menander, Monostichoi, 362
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συσσεύω:''' [[θέτω]] μαζί σε [[κίνηση]], [[επισπεύδω]] [[συλλήβδην]]· [[βοῶν]] κάρηνα, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''συσσεύω:''' [[θέτω]] μαζί σε [[κίνηση]], [[επισπεύδω]] [[συλλήβδην]]· [[βοῶν]] κάρηνα, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''συσσεύω:''' (только aor. [[συνέσευα]]) вместе гнать вперед, погонять ([[βοῶν]] κάρηνα HH).
}}
}}

Revision as of 04:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσσεύω Medium diacritics: συσσεύω Low diacritics: συσσεύω Capitals: ΣΥΣΣΕΥΩ
Transliteration A: sysseúō Transliteration B: sysseuō Transliteration C: sysseyo Beta Code: susseu/w

English (LSJ)

   A urge on together, βοῶν κάρηνα h.Merc.94; συνεσσεύοντο Ποιναί Orph.A.982.

Greek (Liddell-Scott)

συσσεύω: ὁμοῦ θέτω εἰς κίνησιν, ὁμοῦ ἐπισπεύδω, βοῶν κάρηνα Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 94· συνεσσεύοντο Ποιναὶ Ὀρφ. Ἀργ. 980.

French (Bailly abrégé)

pousser ensemble ou en même temps;
Moy. συσσεύομαι s’élancer ensemble.
Étymologie: σύν, σεύω.

Greek Monolingual

Α
θέτω μαζί σε κίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + σεύω «θέτω σε γρήγορη κίνηση, διώχνω»].

Greek Monotonic

συσσεύω: θέτω μαζί σε κίνηση, επισπεύδω συλλήβδην· βοῶν κάρηνα, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

συσσεύω: (только aor. συνέσευα) вместе гнать вперед, погонять (βοῶν κάρηνα HH).