συνναυμαχέω: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνναυμᾱχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, εμπλέκομαι σε [[ναυμαχία]] μαζί με άλλους, με δοτ., σε Ηρόδ., Αριστοφ.
|lsmtext='''συνναυμᾱχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, εμπλέκομαι σε [[ναυμαχία]] μαζί με άλλους, με δοτ., σε Ηρόδ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνναυμᾰχέω:''' вместе сражаться на море (τινι Her., Thuc., Dem.): [[ὅστις]] ἄν ξυνναυμαχῇ Arph. всякий участник морского боя.
}}
}}

Revision as of 04:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνναυμᾰχέω Medium diacritics: συνναυμαχέω Low diacritics: συνναυμαχέω Capitals: ΣΥΝΝΑΥΜΑΧΕΩ
Transliteration A: synnaumachéō Transliteration B: synnaumacheō Transliteration C: synnavmacheo Beta Code: sunnaumaxe/w

English (LSJ)

   A engage in a sea-fight along with, τισι Hdt.8.44, cf. Ar.Ra.702 (troch.), Th.1.73, IG12.108.41.

Greek (Liddell-Scott)

συνναυμᾰχέω: ναυμαχῶ ὁμοῦ μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 8. 44, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 702· ἐν Σαλαμῖνι ξυνναυμαχῆσαι Θουκ. 1. 73.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
combattre sur mer ensemble ou avec, τινι.
Étymologie: σύν, ναυμαχέω.

Greek Monotonic

συνναυμᾱχέω: μέλ. -ήσω, εμπλέκομαι σε ναυμαχία μαζί με άλλους, με δοτ., σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

συνναυμᾰχέω: вместе сражаться на море (τινι Her., Thuc., Dem.): ὅστις ἄν ξυνναυμαχῇ Arph. всякий участник морского боя.