συντεκνοποιέω: Difference between revisions

From LSJ

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συντεκνοποιέω:''' [[γεννώ]] [[παιδιά]] από κοινού με κάποιον· [[ἀνδρί]], σε Ξεν.
|lsmtext='''συντεκνοποιέω:''' [[γεννώ]] [[παιδιά]] από κοινού με κάποιον· [[ἀνδρί]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''συντεκνοποιέω:''' вместе рождать детей (τινι Xen.).
}}
}}

Revision as of 04:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντεκνοποιέω Medium diacritics: συντεκνοποιέω Low diacritics: συντεκνοποιέω Capitals: ΣΥΝΤΕΚΝΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: synteknopoiéō Transliteration B: synteknopoieō Transliteration C: synteknopoieo Beta Code: sunteknopoie/w

English (LSJ)

   A breed children with, τινι X.Mem.2.2.5.

Greek (Liddell-Scott)

συντεκνοποιέω: τεκνοποιῶ ὁμοῦ, ὁ ἀνὴρ τὴν συντεκνοποιοῦσαν ἑαυτῷ τρέφει Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 5.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
engendrer des enfants avec.
Étymologie: σύν, τεκνοποιέω.

Greek Monotonic

συντεκνοποιέω: γεννώ παιδιά από κοινού με κάποιον· ἀνδρί, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συντεκνοποιέω: вместе рождать детей (τινι Xen.).