συσσωρεύω: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
(40) |
(4b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ [[σωρεύω]]<br />[[μαζεύω]] [[πολλά]] πράγματα σε ένα [[μέρος]], φτειάχνω σωρό («[[πλῆθος]] ἄμμου συσσωρεύει», <b>Διόδ.</b>). | |mltxt=ΝΜΑ [[σωρεύω]]<br />[[μαζεύω]] [[πολλά]] πράγματα σε ένα [[μέρος]], φτειάχνω σωρό («[[πλῆθος]] ἄμμου συσσωρεύει», <b>Διόδ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συσσωρεύω:''' нагромождать (τὸ [[πλῆθος]] ἄμμου Diod.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:24, 1 January 2019
English (LSJ)
A heap up together, Heraclid.Lemb.3, D.S.3.40, Dsc.2.181, Vett.Val.131.3.
Greek (Liddell-Scott)
συσσωρεύω: σωρεύω ὁμοῦ εἰς ἓν μέρος, ἐπισωρεύω, Διόδ. 3. 40, Ἀθήν. 333Β, Ἰώσηπ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ σωρεύω
μαζεύω πολλά πράγματα σε ένα μέρος, φτειάχνω σωρό («πλῆθος ἄμμου συσσωρεύει», Διόδ.).
Russian (Dvoretsky)
συσσωρεύω: нагромождать (τὸ πλῆθος ἄμμου Diod.).