συνεπερίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεπερίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[συναγωνίζομαι]], [[φιλονικώ]] επίσης με, <i>τινί</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''συνεπερίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[συναγωνίζομαι]], [[φιλονικώ]] επίσης με, <i>τινί</i>, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπερίζω:''' совместно бороться, соревноваться, состязаться (τινί Anth.).
}}
}}

Revision as of 04:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπερίζω Medium diacritics: συνεπερίζω Low diacritics: συνεπερίζω Capitals: ΣΥΝΕΠΕΡΙΖΩ
Transliteration A: syneperízō Transliteration B: syneperizō Transliteration C: syneperizo Beta Code: suneperi/zw

English (LSJ)

   A contend also with, ποταμῷ AP9.709 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεπερίζω: συναμιλλῶμαι, συνδιαφιλονικῶ, τινι Ἀνθολ. Π. 9. 709.

French (Bailly abrégé)

lutter contre, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπερίζω.

Greek Monolingual

Α
αμιλλώμαι ταυτοχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπί + ἐρίζω.

Greek Monolingual

Α
αμιλλώμαι ταυτοχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπί + ἐρίζω.

Greek Monotonic

συνεπερίζω: μέλ. -σω, συναγωνίζομαι, φιλονικώ επίσης με, τινί, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

συνεπερίζω: совместно бороться, соревноваться, состязаться (τινί Anth.).