σωματοφυλακία: Difference between revisions
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
(40) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α<br />[[σωματοφύλαξ]], -<i>ακος</i>]<br />η [[ιδιότητα]] του σωματοφύλακα, το να [[είναι]] [[κανείς]] [[σωματοφύλακας]] («κατὰ τὴν σωματοφυλακίαν προῆγεν αὐτὸν ἐντίμως», <b>Διόδ.</b>). | |mltxt=ἡ, Α<br />[[σωματοφύλαξ]], -<i>ακος</i>]<br />η [[ιδιότητα]] του σωματοφύλακα, το να [[είναι]] [[κανείς]] [[σωματοφύλακας]] («κατὰ τὴν σωματοφυλακίαν προῆγεν αὐτὸν ἐντίμως», <b>Διόδ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σωμᾰτοφῠλᾰκία:''' ἡ служба телохранителей, личная охрана Diod., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:28, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A guarding the body or person, D.S.16.93, 17.65.
German (Pape)
[Seite 1060] ἡ, Beschützung des Leibes, Leibmache, D. Sic. 16, 93.
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτοφῠλᾰκία: ἡ, τὸ σωματοφυλακεῖν, Διόδ. 16, 93, 17. 65.
Greek Monolingual
ἡ, Α
σωματοφύλαξ, -ακος]
η ιδιότητα του σωματοφύλακα, το να είναι κανείς σωματοφύλακας («κατὰ τὴν σωματοφυλακίαν προῆγεν αὐτὸν ἐντίμως», Διόδ.).
Russian (Dvoretsky)
σωμᾰτοφῠλᾰκία: ἡ служба телохранителей, личная охрана Diod., Luc.