σωφρονιστήριον: Difference between revisions
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
(6_21) |
(4b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σωφρονιστήριον''': τό, [[τόπος]] σωφρονισμοῦ, [[εἱρκτή]], Πλάτ. Νόμ. 908Α· τὸ [[γοῦν]] [[χωρίον]] οὐδ’ ὀνομάζειν ἔτ’ ἠξίουν εἱρκτήν, ἀλλὰ [[σωφρονιστήριον]] Φίλων 2. 54, 8. | |lstext='''σωφρονιστήριον''': τό, [[τόπος]] σωφρονισμοῦ, [[εἱρκτή]], Πλάτ. Νόμ. 908Α· τὸ [[γοῦν]] [[χωρίον]] οὐδ’ ὀνομάζειν ἔτ’ ἠξίουν εἱρκτήν, ἀλλὰ [[σωφρονιστήριον]] Φίλων 2. 54, 8. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σωφρονιστήριον:''' τό исправительный дом Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:28, 1 January 2019
English (LSJ)
τό,
A house of correction, Pl.Lg.908a, Ph.2.54.
German (Pape)
[Seite 1062] τό, ein Ort, in welchen Menschen zur Besserung u. Strafe gebracht werden, Straf- u. Besserungsanstalt, Plat. Legg. 908 a e.
Greek (Liddell-Scott)
σωφρονιστήριον: τό, τόπος σωφρονισμοῦ, εἱρκτή, Πλάτ. Νόμ. 908Α· τὸ γοῦν χωρίον οὐδ’ ὀνομάζειν ἔτ’ ἠξίουν εἱρκτήν, ἀλλὰ σωφρονιστήριον Φίλων 2. 54, 8.
Russian (Dvoretsky)
σωφρονιστήριον: τό исправительный дом Plat.