τειχισμός: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τειχισμός:''' ὁ, = [[τείχισις]], σε Θουκ.
|lsmtext='''τειχισμός:''' ὁ, = [[τείχισις]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''τειχισμός:''' ὁ Thuc. = [[τείχισις]].
}}
}}

Revision as of 04:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τειχισμός Medium diacritics: τειχισμός Low diacritics: τειχισμός Capitals: ΤΕΙΧΙΣΜΟΣ
Transliteration A: teichismós Transliteration B: teichismos Transliteration C: teichismos Beta Code: teixismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A = τείχισις, Th.5.82, 6.44, etc.

German (Pape)

[Seite 1081] ὁ, = τείχισις; Thuc. 5, 82. 6, 44, Pol. 5, 93, 5.

Greek (Liddell-Scott)

τειχισμός: ὁ, = τείχισις, Θουκ. 5. 82., 6. 44, Δημ. 325, 23, Πολύβ. 5. 93, 5, κλπ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 3.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. τείχισις.
Étymologie: τειχίζω.

Greek Monolingual

ὁ, Α τειχίζω
ανέγερση τείχους, τείχιση.

Greek Monotonic

τειχισμός: ὁ, = τείχισις, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

τειχισμός: ὁ Thuc. = τείχισις.