τευκτικός: Difference between revisions
From LSJ
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τευκτικός:''' -ή, -όν ([[τυγχάνω]]), [[ικανός]] να επιτύχει, <i>τινός</i>, σε Αριστ. | |lsmtext='''τευκτικός:''' -ή, -όν ([[τυγχάνω]]), [[ικανός]] να επιτύχει, <i>τινός</i>, σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τευκτικός:''' способный достичь или обрести (τοῦ ἀγαθοῦ Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A able to attain to, ἀγαθοῦ Arist.EN1142b22; τῶν τελῶν Phld.Rh.1.53 S.: Comp. -ώτερος ib.145 S.
German (Pape)
[Seite 1101] gewöhnlich erreichend, erlangend, τινός, Arist. eth. 6, 9.
Greek (Liddell-Scott)
τευκτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ ἐπιτύχῃ, τοῦ ἀγαθοῦ Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 9, 4.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
capable d’obtenir.
Étymologie: τεύχω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α τεύχω
ο ικανός να επιτύχει κάτι.
Greek Monotonic
τευκτικός: -ή, -όν (τυγχάνω), ικανός να επιτύχει, τινός, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
τευκτικός: способный достичь или обрести (τοῦ ἀγαθοῦ Arst.).