τειχομάχης: Difference between revisions
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τειχομάχης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[μάχομαι]]), αυτός που προσβάλλει τα τείχη, [[πολιορκητής]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''τειχομάχης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[μάχομαι]]), αυτός που προσβάλλει τα τείχη, [[πολιορκητής]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τειχομάχης:''' ου adj. m (ᾰ) штурмующий стены, атакующий укрепления ([[ἀνήρ]] Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ου, Dor. -ας, ὁ,
A storming walls, besieger, τ. ἀνήρ Ar.Ach.570 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1081] ὁ, = τειχομάχος, Ar. Ach. 570 τειχομάχας ἀνήρ.
Greek (Liddell-Scott)
τειχομάχης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ προσβάλλων τὰ τείχη, πολιορκητής, μηχανικός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 570, ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ -ας.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui combat sur les remparts ou autour des remparts.
Étymologie: τεῖχος, μάχομαι.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. -ας, ὁ, Α τειχομαχῶ
τειχομάχος.
Greek Monotonic
τειχομάχης: [ᾰ], -ου, ὁ (μάχομαι), αυτός που προσβάλλει τα τείχη, πολιορκητής, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
τειχομάχης: ου adj. m (ᾰ) штурмующий стены, атакующий укрепления (ἀνήρ Arph.).