τράμις: Difference between revisions
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
(41) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-εως, ἡ, Α<br /><b>1.</b> το [[μεταξύ]] του πρωκτού και του αιδοίου [[τμήμα]], το περίνεο<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «τὸ [[τρῆμα]] τῆς ἕδρας» <br />β) «ὁ [[ὄρρος]]» <br />γ) «τινὲς [[ἔντερον]]» <br />δ) «[[ἰσχίον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[αναγωγή]] της λ. στη [[ρίζα]] τών [[τείρω]], [[τετραίνω]], [[τόρμος]] παραμένει ανεπιβεβαίωτη]. | |mltxt=-εως, ἡ, Α<br /><b>1.</b> το [[μεταξύ]] του πρωκτού και του αιδοίου [[τμήμα]], το περίνεο<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «τὸ [[τρῆμα]] τῆς ἕδρας» <br />β) «ὁ [[ὄρρος]]» <br />γ) «τινὲς [[ἔντερον]]» <br />δ) «[[ἰσχίον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[αναγωγή]] της λ. στη [[ρίζα]] τών [[τείρω]], [[τετραίνω]], [[τόρμος]] παραμένει ανεπιβεβαίωτη]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τράμις:''' εως (ᾰ) ἡ анат. промежность Arph., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:48, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ] (not found in gen. sg.), ἡ,
A the perineum or line which divides the scrotum and runs on to the breech, Archil.195, Hippon. 84, Ar.Th.246, Ruf.Onom.101, Luc.Lex.2:—the acc. τράμιν has a long ι, if Hippon. l.c. is sound; the acc. τράμην in EM763.56 is f.l. for τράμιν, cf. Sch.Luc.p.191 R.
German (Pape)
[Seite 1134] ἡ, der enge Raum zwischen den Beinen, vom After bis zur Schaam, sonst ὄῤῥος u. περίναιον; accus. τράμιν; Ar. Th. 246; Medic.
Greek (Liddell-Scott)
τράμις: ἡ, τὸ περίνεον, μεταξὺ τοῦ πρωκτοῦ καὶ τῶν αἰδοίων μέρος, πρβλ. ὑπόταυρον, Ἀρχίλ. 184, Ἀριστοφ. Θεσμ. 246, Λουκ. Λεξιφ. 2· ― καὶ τράμη, Ἱππῶν. 81. ― Πρβλ. Foës O. con. Hipp. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τράμις· τὸ τρῆμα τῆς ἕδρας, ὁ ὄρρος. τινὲς ἔντερον. οἱ δὲ ἰσχίον».
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
acc. ιν;
le périnée.
Étymologie: DELG pas d’étym. claire.
Greek Monolingual
-εως, ἡ, Α
1. το μεταξύ του πρωκτού και του αιδοίου τμήμα, το περίνεο
2. (κατά τον Ησύχ.) α) «τὸ τρῆμα τῆς ἕδρας»
β) «ὁ ὄρρος»
γ) «τινὲς ἔντερον»
δ) «ἰσχίον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η αναγωγή της λ. στη ρίζα τών τείρω, τετραίνω, τόρμος παραμένει ανεπιβεβαίωτη].
Russian (Dvoretsky)
τράμις: εως (ᾰ) ἡ анат. промежность Arph., Luc.