τετυφωμένως: Difference between revisions
From LSJ
δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τετυφωμένως:''' επιρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του [[τυφόω]], ανόητα, σε Δημ. | |lsmtext='''τετυφωμένως:''' επιρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του [[τυφόω]], ανόητα, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τετῡφωμένως:''' бессмысленно, глупо Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:52, 1 January 2019
English (LSJ)
Adv., (τυφόω)
A stupidly, D.23.137.
German (Pape)
[Seite 1101] adv. part. perf. pass. von τυφόω, thörichterweise, Dem. 23, 137.
Greek (Liddell-Scott)
τετῡφωμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ τυφόω, μετά τύφου, ἀνοήτως, ἠλιθίως, Δημ. 665. 13. 2) μετ’ οἰήσεως ἢ ἐπάρσεως, Κλήμ. Ἀλ. 191.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 stupidement;
2 d’une façon cachée.
Étymologie: τυφόω.
Greek Monolingual
Α
1. με έπαρση, με περηφάνεια
2. με ανόητο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. τετυφωμένος του τυφῶ «προξενώ αλαζονεία» + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Greek Monotonic
τετυφωμένως: επιρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του τυφόω, ανόητα, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
τετῡφωμένως: бессмысленно, глупо Dem.