τρίστιχος: Difference between revisions
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
(42) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[τρίστιχος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[ποίημα]] ή [[στροφή]] ποιήματος) αυτός που αποτελείται από [[τρεις]] στίχους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τρίστιχο</i>- [[ποίημα]] ή [[στροφή]] ποιήματος από [[τρεις]] στίχους<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που απαρτίζεται από [[τρεις]] σειρές (α. «τρίστιχοι κριθαί», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στίχος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πεντά</i>-<i>στιχος</i>)]. | |mltxt=-η, -ο / [[τρίστιχος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[ποίημα]] ή [[στροφή]] ποιήματος) αυτός που αποτελείται από [[τρεις]] στίχους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τρίστιχο</i>- [[ποίημα]] ή [[στροφή]] ποιήματος από [[τρεις]] στίχους<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που απαρτίζεται από [[τρεις]] σειρές (α. «τρίστιχοι κριθαί», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στίχος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πεντά</i>-<i>στιχος</i>)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρίστῐχος:''' трехрядный (κριθαί Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:52, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A = τρίστοιχος, κριθαί three-row barley, Placit.5.10.2.
German (Pape)
[Seite 1148] von drei Reihen, Zeilen, Versen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τρίστῐχος: -ον, = τρίστοιχος, κριθαὶ τρ., ἐκ τριῶν σειρῶν, Πλούτ. 2. 906Β.
Greek Monolingual
-η, -ο / τρίστιχος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. (για ποίημα ή στροφή ποιήματος) αυτός που αποτελείται από τρεις στίχους
2. το ουδ. ως ουσ. το τρίστιχο- ποίημα ή στροφή ποιήματος από τρεις στίχους
μσν.-αρχ.
αυτός που απαρτίζεται από τρεις σειρές (α. «τρίστιχοι κριθαί», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + στίχος (πρβλ. πεντά-στιχος)].
Russian (Dvoretsky)
τρίστῐχος: трехрядный (κριθαί Plut.).