τυμβοχόος: Difference between revisions

From LSJ

θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τυμβοχόος:''' -ον ([[χέω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ρίχνει [[χώμα]] πάνω στο νεκρό και έτσι σχηματίζει τύμβο, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> <i>τυμβοχόα χειρώματα</i>, τύμβοι που έχουν ανυψωθεί με τα χέρια, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''τυμβοχόος:''' -ον ([[χέω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ρίχνει [[χώμα]] πάνω στο νεκρό και έτσι σχηματίζει τύμβο, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> <i>τυμβοχόα χειρώματα</i>, τύμβοι που έχουν ανυψωθεί με τα χέρια, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''τυμβοχόος:''' <b class="num">II</b> ὁ могильщик Anth.<br />насыпающий могильный курган или совершающий надгробные возлияния (χειρώματα Aesch.).
}}
}}

Revision as of 05:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμβοχόος Medium diacritics: τυμβοχόος Low diacritics: τυμβοχόος Capitals: ΤΥΜΒΟΧΟΟΣ
Transliteration A: tymbochóos Transliteration B: tymbochoos Transliteration C: tymvochoos Beta Code: tumboxo/os

English (LSJ)

ον, (χέω)

   A throwing up a cairn or barrow: τ. χειρώματα burial-cairns thrown up by work of hand, A.Th.1027.

Greek (Liddell-Scott)

τυμβοχόος: -ον, (χέω), ὁ χέων χῶμα ἐπὶ νεκροῦ καὶ οὕτω κατασκευάζων τύμβον, νεκροθάπτης, Ἀνθ. Π. 8. 200· τ. χειρώματα, τύμβοι διὰ χειρῶν ἐγηγερμένοι, Αἰσχύλ. Θήβ. 1022· ἴδε Blomf. ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui verse des libations sur un tombeau.
Étymologie: τύμβος, χέω.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που με επισώρευση χώματος πάνω σε τάφο νεκρού κατασκευάζει τύμβο
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τυμβοχόοι
οι νεκροθάφτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + -χόος (< χέω), πρβλ. οἰνο-χόος.

Greek Monotonic

τυμβοχόος: -ον (χέω
I. αυτός που ρίχνει χώμα πάνω στο νεκρό και έτσι σχηματίζει τύμβο, σε Ανθ.
II. τυμβοχόα χειρώματα, τύμβοι που έχουν ανυψωθεί με τα χέρια, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

τυμβοχόος: II ὁ могильщик Anth.
насыпающий могильный курган или совершающий надгробные возлияния (χειρώματα Aesch.).