ὑμενήϊος: Difference between revisions

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑμενήϊος:''' ὁ ([[Ὑμήν]]), επίθ. του Βάκχου, Διονύσου, σε Ανθ.
|lsmtext='''ὑμενήϊος:''' ὁ ([[Ὑμήν]]), επίθ. του Βάκχου, Διονύσου, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑμενήϊος:''' ου (ῠ) ὁ бракосочетающий (эпитет Диониса) Anth.
}}
}}

Revision as of 05:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑμενήϊος Medium diacritics: ὑμενήϊος Low diacritics: υμενήϊος Capitals: ΥΜΕΝΗΪΟΣ
Transliteration A: hymenḗïos Transliteration B: hymenēios Transliteration C: ymeniios Beta Code: u(menh/i+os

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, epith. of Dionysus, AP9.524.21.

German (Pape)

[Seite 1178] ὁ, Beiwort des Bacchus als eines Freudengottes, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 21).

Greek Monolingual

ὁ, Α
προσωνυμία του Διονύσου ως θεού της χαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ὑμήν, -ένος + επίθημα -ήϊος (πρβλ. πολεμ-ήϊος)].

Greek Monotonic

ὑμενήϊος: ὁ (Ὑμήν), επίθ. του Βάκχου, Διονύσου, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὑμενήϊος: ου (ῠ) ὁ бракосочетающий (эпитет Диониса) Anth.