ὑπέρασθμος: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπέρασθμος:''' -ον ([[ἄσθμα]]), αυτός που ασθμαίνει υπερβολικά, αυτός που έχει υπερβολική [[δύσπνοια]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ὑπέρασθμος:''' -ον ([[ἄσθμα]]), αυτός που ασθμαίνει υπερβολικά, αυτός που έχει υπερβολική [[δύσπνοια]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέρασθμος:''' весь запыхавшийся, задыхающийся (τὸ [[θηρίον]] Xen.).
}}
}}

Revision as of 05:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρασθμος Medium diacritics: ὑπέρασθμος Low diacritics: υπέρασθμος Capitals: ΥΠΕΡΑΣΘΜΟΣ
Transliteration A: hypérasthmos Transliteration B: hyperasthmos Transliteration C: yperasthmos Beta Code: u(pe/rasqmos

English (LSJ)

ον,

   A panting exceedingly, X.Cyn.10.20, Poll.5.80,84.

German (Pape)

[Seite 1191] übermäßig keichend, Xen. Cyn. 10, 20.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρασθμος: -ον, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν ἀσθμαίνων, Ξεν. Κυν. 10, 20. Πολυδ. Ε΄, 80. 84.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout haletant.
Étymologie: ὑπέρ, ἆσθμα.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύ λαχανιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἄσθμα].

Greek Monotonic

ὑπέρασθμος: -ον (ἄσθμα), αυτός που ασθμαίνει υπερβολικά, αυτός που έχει υπερβολική δύσπνοια, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρασθμος: весь запыхавшийся, задыхающийся (τὸ θηρίον Xen.).