ὑπερνότιος: Difference between revisions
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερνότιος:''' -ον (Νότος), αυτός που βρίσκεται πέρα από το νότιο άνεμο, δηλ. στον έσχατο νότο, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ὑπερνότιος:''' -ον (Νότος), αυτός που βρίσκεται πέρα από το νότιο άνεμο, δηλ. στον έσχατο νότο, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερνότιος:''' находящийся или обитающий на крайнем юге (ἄνθρωποι Her.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ον, also η, ον D.P.151:—
A beyond the south wind, i.e. at the extreme south, opp. ὑπερβόρεος, Hdt.4.36, Str.1.3.22.
German (Pape)
[Seite 1199] poet. auch 3 Endgn, über den Südwind, jenseits des Südwindes oder Südens gelegen, Ggstz von ὑπερβόρειος; Her. 4, 36; D. Per. 151.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερνότιος: -ον, καὶ α, ον, Διον. Π. 151· ― ὁ πὲραν τοῦ νότου κείμενος, ἀντίθετον τῷ ὑπερβόρεος, Ἡρόδ. 4. 36, Στράβ. 62.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
situé au delà du Sud ou de l’extrême Sud.
Étymologie: ὑπέρ, νότος.
Greek Monolingual
-ον, θηλ. και -ίη και -ία, ΜΑ νότιος
αυτός που βρίσκεται πέρα από τον νότο.
Greek Monotonic
ὑπερνότιος: -ον (Νότος), αυτός που βρίσκεται πέρα από το νότιο άνεμο, δηλ. στον έσχατο νότο, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερνότιος: находящийся или обитающий на крайнем юге (ἄνθρωποι Her.).