ὑπονυστάζω: Difference between revisions
From LSJ
αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαι → fruitful plants show it straightaway
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπονυστάζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, κυριεύομαι από ύπνο, [[αποκοιμιέμαι]] σταδιακά, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ὑπονυστάζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, κυριεύομαι από ύπνο, [[αποκοιμιέμαι]] σταδιακά, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπονυστάζω:''' подремывать, дремать Plat., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:24, 1 January 2019
English (LSJ)
A nod a little, fall asleep gradually, Pl.Smp.223d, Plu. 2.178f.
German (Pape)
[Seite 1227] (s. νυστάζω), ein wenig od. leise nicken, allmälig einschlafen; Plat. Conv. 223 d; Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπονυστάζω: νυστάζω ὀλίγον, κυριεύομαι ὑπὸ ὕπνου, Πλάτ. Συμπ. 223D, Πλούτ. 2. 178F.
French (Bailly abrégé)
sommeiller en penchant la tête.
Étymologie: ὑπό, νυστάζω.
Greek Monolingual
Α νυστάζω
νυστάζω λίγο ή νυστάζω βαθμιαία, σιγά σιγά.
Greek Monotonic
ὑπονυστάζω: μέλ. -ξω, κυριεύομαι από ύπνο, αποκοιμιέμαι σταδιακά, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπονυστάζω: подремывать, дремать Plat., Plut.