ὑψιπετήεις: Difference between revisions
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑψῐπετήεις:''' -εσσα, -εν, = [[ὑψιπέτης]], σε Όμηρ. | |lsmtext='''ὑψῐπετήεις:''' -εσσα, -εν, = [[ὑψιπέτης]], σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑψιπετήεις:''' ήεσσα, ῆεν Hom. = [[ὑψιπέτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:32, 1 January 2019
English (LSJ)
εσσα, εν,
A = ὑψιπέτης, Il.22.308, Od. 24.538:—irreg. acc. pl. ὑψιπετήεις, as if from ὑψιπετήης, κίχλας Matro Conv.78.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψῐπετήεις: εσσα, εν, = ὑψιπέτης, αἰετὸς ὑψιπετήεις Ἰλ. Χ. 308, Ὀδ. Ω. 538· ― ἀνώμ. αἰτ. πληθ. ὑψιπετήεις, ὡς εἰ ἐξ ὀνομ. ὑψιπετήης, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136C· πρβλ. Meineke Exercc. εἰς Ἀθήν. 16.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
c. ὑψιπέτης.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
(επικ. τ.) υψιπέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψιπέτης + κατάλ. -ήεις (βλ. λ. -όεις].
Greek Monotonic
ὑψῐπετήεις: -εσσα, -εν, = ὑψιπέτης, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑψιπετήεις: ήεσσα, ῆεν Hom. = ὑψιπέτης.