ὑψιπετήεις

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐπετήεις Medium diacritics: ὑψιπετήεις Low diacritics: υψιπετήεις Capitals: ΥΨΙΠΕΤΗΕΙΣ
Transliteration A: hypsipetḗeis Transliteration B: hypsipetēeis Transliteration C: ypsipetieis Beta Code: u(yipeth/eis

English (LSJ)

ὑψιπετήεσσα, ὑψιπετήεν, = ὑψιπέτης, Il.22.308, Od. 24.538:—irreg. acc. pl. ὑψιπετήεις, as if from ὑψιπετήης, κίχλας Matro Conv.78.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
c. ὑψιπέτης.

German (Pape)

ήεσσα, ῆεν, poet. statt ὑψιπέτης; Il. 22.308, Od. 24.538; Matro bei Ath. IV.136b scheint ὑψιπετήεις mit κίχλας verbunden zu haben, als acc. plur.

Russian (Dvoretsky)

ὑψιπετήεις: ήεσσα, ῆεν Hom. = ὑψιπέτης.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψῐπετήεις: εσσα, εν, = ὑψιπέτης, αἰετὸς ὑψιπετήεις Ἰλ. Χ. 308, Ὀδ. Ω. 538· ― ἀνώμ. αἰτ. πληθ. ὑψιπετήεις, ὡς εἰ ἐξ ὀνομ. ὑψιπετήης, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136C· πρβλ. Meineke Exercc. εἰς Ἀθήν. 16.

English (Autenrieth)

ὑψιπέτης.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
(επικ. τ.) υψιπέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψιπέτης + κατάλ. -ήεις (βλ. λ. -όεις].

Greek Monotonic

ὑψῐπετήεις: -εσσα, -εν, = ὑψιπέτης, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ὑψῐ-πετήεις, εσσα, εν = ὑψιπέτης, Hom.]