φιλόπατρις: Difference between revisions

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλόπατρις:''' -ιδος, ὁ, ἡ, αιτ. <i>φιλόπατριν</i>, αυτός που αγαπά την [[πατρίδα]] του, σε Πολύβ., Λουκ.
|lsmtext='''φῐλόπατρις:''' -ιδος, ὁ, ἡ, αιτ. <i>φιλόπατριν</i>, αυτός που αγαπά την [[πατρίδα]] του, σε Πολύβ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλόπατρις:''' ιδος adj. (acc. φιλόπατριν) любящий свое отечество Polyb., Plut., Luc., Anth.
}}
}}

Revision as of 05:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόπατρις Medium diacritics: φιλόπατρις Low diacritics: φιλόπατρις Capitals: ΦΙΛΟΠΑΤΡΙΣ
Transliteration A: philópatris Transliteration B: philopatris Transliteration C: filopatris Beta Code: filo/patris

English (LSJ)

ιδος, ὁ, ἡ, but acc.

   A φιλόπατριν Plb.1.14.4, AP7.235 (Diod.Tars.), Plu.Cleom. 10, Luc.Peregr.15, etc.:—loving one's country, patriotic, Plb. l.c., AP l. c., Cic.Att.9.10.5, Plu.Fab.12, etc.; freq. as honorary title, SIG804.12 (Cos, i A. D.), etc.; φιλοπάτριδας (acc. pl.) καὶ φιλοπάτορας Sardis 7 (1).No.41*.10, etc.; τὸ φιλόπατρι, = φιλοπατρία, Plu.2.119c.

German (Pape)

[Seite 1283] ιδος, das Vaterland liebend; φιλόπατριν Pol. 1, 14, 4; Diod. ep. 11 (VII, 235); Cic. Att. 9, 10.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόπατρις: -ιδος, ὁ, ἡ, ἀλλὰ αἰτ. φῐλόπατριν Πολύβ. 1. 14, 4, Λουκ. Περεγρ. 15, κλπ.· ― ὁ ἀγαπῶν τὴν ἑαυτοῦ πατρίδα, Πολύβ. ἔνθ. ἀνωτ., Ἀνθ. Παλ. 7. 235, Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 10, Πλούτ., κλπ. ― τὸ φιλόπατρι = φιλοπατρία, ὁ αὐτ. 2. 119C. Πρβλ. φιλόπολις. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 173.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ, ἡ)
acc. ιν;
qui aime son pays ; τὸ φιλόπατρι l’amour de son pays.
Étymologie: φίλος, πατρίς.

Greek Monolingual

-ι, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά την πατρίδα του, πατριώτης
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπατρι
η φιλοπατρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -πατρις (< πατρίς, -ίδος), πρβλ. φυγό-πατρις].

Greek Monotonic

φῐλόπατρις: -ιδος, ὁ, ἡ, αιτ. φιλόπατριν, αυτός που αγαπά την πατρίδα του, σε Πολύβ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

φιλόπατρις: ιδος adj. (acc. φιλόπατριν) любящий свое отечество Polyb., Plut., Luc., Anth.