φλεδών: Difference between revisions
From LSJ
Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort
(45) |
(4b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όνος, ἡ, Α<br />[[φλυαρία]], [[πολυλογία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. [[φλέδων]] με</i> καταβιβασμό του τόνου ώστε να διακριθεί το όν. που δηλώνει την [[ενέργεια]] από το ουσ. του δράστη της ενέργειας, <b>πρβλ.</b> το [[ζεύγος]] [[σπαδών]]: [[σπάδων]] (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[φλέδων]])]. | |mltxt=-όνος, ἡ, Α<br />[[φλυαρία]], [[πολυλογία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. [[φλέδων]] με</i> καταβιβασμό του τόνου ώστε να διακριθεί το όν. που δηλώνει την [[ενέργεια]] από το ουσ. του δράστη της ενέργειας, <b>πρβλ.</b> το [[ζεύγος]] [[σπαδών]]: [[σπάδων]] (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[φλέδων]])]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φλεδών:''' όνος ἡ пустая болтовня Plut., Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:40, 1 January 2019
German (Pape)
[Seite 1291] όνος, ἡ, Geschwätzigkeit; ἀσπασίας φλεδόνας Xenophan. bei Ath. 462 f; vgl. Anthipp. ib. 403 u. Timon bei D. L. 2, 108.
French (Bailly abrégé)
όνος (ἡ) :
bavardage, propos futiles ou déraisonnables.
Étymologie: φλέω.
Greek Monolingual
-όνος, ἡ, Α
φλυαρία, πολυλογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. φλέδων με καταβιβασμό του τόνου ώστε να διακριθεί το όν. που δηλώνει την ενέργεια από το ουσ. του δράστη της ενέργειας, πρβλ. το ζεύγος σπαδών: σπάδων (για ετυμολ. βλ. λ. φλέδων)].
Russian (Dvoretsky)
φλεδών: όνος ἡ пустая болтовня Plut., Diog. L.