φλεδών

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλεδών Medium diacritics: φλεδών Low diacritics: φλεδών Capitals: ΦΛΕΔΩΝ
Transliteration A: phledṓn Transliteration B: phledōn Transliteration C: fledon Beta Code: fledw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ, idle talk, Anon. ap. Gal. 16.733 (pl.), Plu. 2.420c (pl.).

German (Pape)

[Seite 1291] όνος, ἡ, Geschwätzigkeit; ἀσπασίας φλεδόνας Xenophan. bei Ath. 462 f; vgl. Anthipp. ib. 403 u. Timon bei D. L. 2, 108.

French (Bailly abrégé)

όνος (ἡ) :
bavardage, propos futiles ou déraisonnables.
Étymologie: φλέω.

Greek Monolingual

-όνος, ἡ, Α
φλυαρία, πολυλογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. φλέδων με καταβιβασμό του τόνου ώστε να διακριθεί το όν. που δηλώνει την ενέργεια από το ουσ. του δράστη της ενέργειας, πρβλ. το ζεύγος σπαδών: σπάδων (για ετυμολ. βλ. λ. φλέδων)].

Russian (Dvoretsky)

φλεδών: όνος ἡ пустая болтовня Plut., Diog. L.