φλεγμασία: Difference between revisions
From LSJ
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
(45) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[φλεγμονή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[θρομβοφλεβίτιδα]] της μηριαίας ή και της έξω λαγόνιας φλέβας, πολύ συχνή ύστερα από τοκετό ή στο [[πλαίσιο]] κάποιου λοιμώδους νοσήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλέγμα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ασία</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ξηρ</i>-<i>ασία</i>, <i>ὑγρ</i>-<i>ασία</i>)]. | |mltxt=η, ΝΑ<br />[[φλεγμονή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[θρομβοφλεβίτιδα]] της μηριαίας ή και της έξω λαγόνιας φλέβας, πολύ συχνή ύστερα από τοκετό ή στο [[πλαίσιο]] κάποιου λοιμώδους νοσήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλέγμα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ασία</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ξηρ</i>-<i>ασία</i>, <i>ὑγρ</i>-<i>ασία</i>)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φλεγμᾰσία:''' ἡ воспаление Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:48, 1 January 2019
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, = foreg., Id.Acut.35, Arist.GA746a5, etc. 2 turgescence, Hp.Loc.Hom.42.
German (Pape)
[Seite 1291] ἡ, = φλεγμονή, Aristot.
Greek (Liddell-Scott)
φλεγμᾰσία: ἡ, = φλεγμονή, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 389, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10.4, 2, π. Ζῴων Γεν. 2. 7, 4, κλπ.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
φλεγμονή
νεοελλ.
ιατρ. θρομβοφλεβίτιδα της μηριαίας ή και της έξω λαγόνιας φλέβας, πολύ συχνή ύστερα από τοκετό ή στο πλαίσιο κάποιου λοιμώδους νοσήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγμα + κατάλ. -ασία (πρβλ. ξηρ-ασία, ὑγρ-ασία)].
Russian (Dvoretsky)
φλεγμᾰσία: ἡ воспаление Arst.