φύξιον: Difference between revisions

From LSJ

αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φύξιον:''' τὸ όπως <i>φύξιμον</i>, [[μέρος]] για [[καταφύγιο]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''φύξιον:''' τὸ όπως <i>φύξιμον</i>, [[μέρος]] για [[καταφύγιο]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''φύξιον:''' τό [[φεύγω]] убежище Plut.
}}
}}

Revision as of 05:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύξιον Medium diacritics: φύξιον Low diacritics: φύξιον Capitals: ΦΥΞΙΟΝ
Transliteration A: phýxion Transliteration B: phyxion Transliteration C: fyksion Beta Code: fu/cion

English (LSJ)

τό,

   A f.l. for φύξιμον, place of refuge, Plu.Thes.36.

German (Pape)

[Seite 1316] τό, Zufluchtsort, τοῖς οἰκέταις Plut. Thes36. Eigtl. neutr. von

Greek (Liddell-Scott)

φύξιον: τό, ὡς τὸ φύξιμον, τόπος καταφυγῆς, καταφύγιον, ἀρχαία λέξ., εὑρισκομένη πιθανῶς μόνον παρὰ Πλουτ. ἐν Βίῳ Θησ. 36: φύξιον τοῖς οἰκέταις.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
v. φύξιος.

Greek Monotonic

φύξιον: τὸ όπως φύξιμον, μέρος για καταφύγιο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

φύξιον: τό φεύγω убежище Plut.