χαλβάνη: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(46)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />[[ρητινώδης]] [[οπός]], κομμεορητίνη που λαμβάνεται από [[είδος]] του φυτού φερούλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. σημιτικής προέλευσης (<b>πρβλ.</b> εβρ. <i>helban</i><i>ā</i> «ρητινώδες [[φυτό]]»), ενώ, παράλληλα, τη λ. έχει δανειστεί και η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>galbanum</i>)].
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />[[ρητινώδης]] [[οπός]], κομμεορητίνη που λαμβάνεται από [[είδος]] του φυτού φερούλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. σημιτικής προέλευσης (<b>πρβλ.</b> εβρ. <i>helban</i><i>ā</i> «ρητινώδες [[φυτό]]»), ενώ, παράλληλα, τη λ. έχει δανειστεί και η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>galbanum</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''χαλβάνη:''' ἡ гальбан (ароматическая смола из растения Ferula galbaniflua L ) Plut.
}}
}}

Revision as of 05:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλβάνη Medium diacritics: χαλβάνη Low diacritics: χαλβάνη Capitals: ΧΑΛΒΑΝΗ
Transliteration A: chalbánē Transliteration B: chalbanē Transliteration C: chalvani Beta Code: xalba/nh

English (LSJ)

[βᾰ], ἡ,

   A the resinous juice of all-heal, Ferula galbaniflua (v. πάνακες), Thphr.HP9.1.2, 9.7.2, Nic.Th.52, LXX Ex.30.34, Si.24.15, Dsc.3.83, Plu.2.1009f. (Hebr. [hudot ]elbenāh.)

German (Pape)

[Seite 1327] ἡ, galbanum, der harzige Saft einer doldentragenden Pflanze in Syrien, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

χαλβάνη: ἡ, Λατ. galbaˇnum, ὁ ῥητινώδης ὀπὸς ἢ κόμμι φυτοῦ ἐν Συρίᾳ φυόμενον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 1, 2., 7. 2, Πλούτ. 2. 1009F, Διοσκ. 3. 97, κλπ. ― (Πιθανῶς τὸ Ἑβρ. chelbenah).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
galbanum, résine d’une plante ombellifère de Crète.
Étym. hébr. chelbenah.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
ρητινώδης οπός, κομμεορητίνη που λαμβάνεται από είδος του φυτού φερούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτικής προέλευσης (πρβλ. εβρ. helbanā «ρητινώδες φυτό»), ενώ, παράλληλα, τη λ. έχει δανειστεί και η Λατινική (πρβλ. λατ. galbanum)].

Russian (Dvoretsky)

χαλβάνη: ἡ гальбан (ароматическая смола из растения Ferula galbaniflua L ) Plut.