χειρωνακτικός: Difference between revisions
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
(46) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[χειρωνακτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χειρῶναξ]], -<i>ακτος</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χειρώνακτα ή στη δουλειά του (α. «χειρωνακτική [[εργασία]]» β. «γένη... τὸ βάναυσον καὶ χειρωνακτικόν», <b>Ευστ.</b><br />γ. «τοὺς χειρωνακτικοὺς ἀπέλθωμεν καὶ βάναυσους», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χειρωνακτικώς</i> / <i>χειρωνακτικῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>χειρωνακτικά</i> Ν<br />με [[εργασία]] τών χεριών. | |mltxt=-ή, -ό / [[χειρωνακτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χειρῶναξ]], -<i>ακτος</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χειρώνακτα ή στη δουλειά του (α. «χειρωνακτική [[εργασία]]» β. «γένη... τὸ βάναυσον καὶ χειρωνακτικόν», <b>Ευστ.</b><br />γ. «τοὺς χειρωνακτικοὺς ἀπέλθωμεν καὶ βάναυσους», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χειρωνακτικώς</i> / <i>χειρωνακτικῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>χειρωνακτικά</i> Ν<br />με [[εργασία]] τών χεριών. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χειρωνακτικός:''' ὁ ремесленник, рабочий Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for handicrafts, mechanical, χ. καὶ βάναυσοι Pl.Ax.368b, cf. Gal.Protr.14; χ. γένος D.Chr.12.69; χ. τέχνη Gal.17(1).521; χ. ἐργασία Sch.B Il.18.468.
German (Pape)
[Seite 1348] ή, όν, zu den Handwerken od. zu dem Handwerker gehörig, ihm geziemend, ὁ χειρ., = Folgdm, καὶ βάναυσοι Plat. Ax. 368 b.
Greek (Liddell-Scott)
χειρωνακτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χειρώνακτα, εἰς τεχνίτην ἢ ἐργάτην, χειρ. καὶ βάναυσοι Πλάτ. Ἀξίχο. 368Β· χ. ἐργασία Σχόλ. εἰς Ἰλ. Σ. 468, κλπ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χειρωνακτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χειρῶναξ, -ακτος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χειρώνακτα ή στη δουλειά του (α. «χειρωνακτική εργασία» β. «γένη... τὸ βάναυσον καὶ χειρωνακτικόν», Ευστ.
γ. «τοὺς χειρωνακτικοὺς ἀπέλθωμεν καὶ βάναυσους», Πλάτ.).
επίρρ...
χειρωνακτικώς / χειρωνακτικῶς, ΝΜΑ, και χειρωνακτικά Ν
με εργασία τών χεριών.
Russian (Dvoretsky)
χειρωνακτικός: ὁ ремесленник, рабочий Plat.