χασμώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
(46)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[χάσμη]]<br /><b>1.</b> αυτός που χασμουριέται διαρκώς<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χασμῶδες</i><br />α) συνεχές [[χασμουρητό]]<br />β) [[διαρκής]] [[νωθρότητα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τὸ χασμῶδες τῶν φωνηέντων»<br /><b>γραμμ.</b> [[χασμωδία]] (Απολλ. Δύσκ.).
|mltxt=-ῶδες, Α [[χάσμη]]<br /><b>1.</b> αυτός που χασμουριέται διαρκώς<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χασμῶδες</i><br />α) συνεχές [[χασμουρητό]]<br />β) [[διαρκής]] [[νωθρότητα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τὸ χασμῶδες τῶν φωνηέντων»<br /><b>γραμμ.</b> [[χασμωδία]] (Απολλ. Δύσκ.).
}}
{{elru
|elrutext='''χασμώδης:''' постоянно зевающий, сонливый, вялый Diog. L.
}}
}}

Revision as of 06:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χασμώδης Medium diacritics: χασμώδης Low diacritics: χασμώδης Capitals: ΧΑΣΜΩΔΗΣ
Transliteration A: chasmṓdēs Transliteration B: chasmōdēs Transliteration C: chasmodis Beta Code: xasmw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A always yawning, D.L.4.32; τὸ χ. listlessness, Plu.2.92d.    II τὸ χ. τῶν φωνηέντων hiatus, A.D.Pron.50.11.

German (Pape)

[Seite 1340] ες, immer oder gewöhnlich gähnend, schläfrig, träge; D. L. 4, 32; Plut. de cap. ex host. ut. g. E.

Greek (Liddell-Scott)

χασμώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἀεὶ χασμώμενος, ὑπνώδης, ὃν καὶ ἔσκωψε νωθρὸν ὄντα καὶ χασμώδη Διογ. Λ. 4. 32· τὸ χασμῶδες καὶ ῥᾴθυμον, τὸ ἀπρόθυμον, ἐνδοιαστικόν, Πλούτ. 2. 92C.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
sujet aux bâillements ; somnolent, nonchalant;
τὸ χασμῶδες PLUT la nonchalance.
Étymologie: χάσμη, -ωδης.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α χάσμη
1. αυτός που χασμουριέται διαρκώς
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χασμῶδες
α) συνεχές χασμουρητό
β) διαρκής νωθρότητα
3. φρ. «τὸ χασμῶδες τῶν φωνηέντων»
γραμμ. χασμωδία (Απολλ. Δύσκ.).

Russian (Dvoretsky)

χασμώδης: постоянно зевающий, сонливый, вялый Diog. L.