χυτικός: Difference between revisions
From LSJ
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
(47c) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που έχει διαλυτικές ιδιότητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χυ</i>- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. <i>χέω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τικός</i>]. | |mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που έχει διαλυτικές ιδιότητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χυ</i>- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. <i>χέω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τικός</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χῠτικός:''' [[χυτός]] I] растворяющий, разжижающий или мягчительный (καταπλάσματος [[ἀρετή]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν, (χέω)
A having a dissolving power, Arist.Pr.863a6, Gal.11.711.
German (Pape)
[Seite 1385] zum Gießen, Ausgießen geschickt, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
χῠτικός: -ή, -όν, (χέω) ὁ ἔχων διαλυτικὴν δύναμιν, Ἀριστ. Προβλ. 1. 30, Γαλην. τ. 13, σ. 115.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
αυτός που έχει διαλυτικές ιδιότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυ- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. χέω + κατάλ. -τικός].
Russian (Dvoretsky)
χῠτικός: χυτός I] растворяющий, разжижающий или мягчительный (καταπλάσματος ἀρετή Arst.).