Χρυσηΐς: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(6) |
(4b) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Χρῡσηΐς:''' -ΐδος, ἡ, πατρωνυμ. του [[Χρύσης]], <i>-ου</i>, <i>ὁ</i>, η [[κόρη]] του [[Χρύση]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''Χρῡσηΐς:''' -ΐδος, ἡ, πατρωνυμ. του [[Χρύσης]], <i>-ου</i>, <i>ὁ</i>, η [[κόρη]] του [[Χρύση]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Χρῡσηΐς:''' ΐδος ἡ Хрисеида (дочь жреца Хриса, пленница Агамемнона) Hom., Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:12, 1 January 2019
French (Bailly abrégé)
Χρυσηΐδος (ἡ) :
Chryséis, fille de Chrysès ; αἱ Χρυσηΐδες ESCHL des captives comme Chryséis.
Étymologie: Χρύσης.
Greek Monotonic
Χρῡσηΐς: -ΐδος, ἡ, πατρωνυμ. του Χρύσης, -ου, ὁ, η κόρη του Χρύση, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
Χρῡσηΐς: ΐδος ἡ Хрисеида (дочь жреца Хриса, пленница Агамемнона) Hom., Aesch.